- ἐνισχῦον
- ἐν-ἰσχύωto be strongpres part act masc voc sgἐν-ἰσχύωto be strongpres part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐνίσχυον — ἐνί̱σχῡον , ἐν ἰσχύω to be strong imperf ind act 3rd pl ἐνί̱σχῡον , ἐν ἰσχύω to be strong imperf ind act 1st sg ἐνίσχῡον , ἐν ἰσχύω to be strong imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐνίσχῡον , ἐν ἰσχύω to be strong imperf ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευρώεις — νευρώεις, εσσα, εν (Α) νευρώδης, δυνατός («νευρῶεν δυνάμενον, ἐνισχῡον», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + κατάλ. ώεις (πρβλ. μυρμηκ ώεις, πετρ ώεις)] … Dictionary of Greek